-
1 βίαιος
1 by the force of Παρθ. 1. 1. μαλάσσοντες βίαιον πόντον ( the force of the sea: v. l. βία τὸν unde βιατὰν coni. Bergk) *fr. 140c. 1* n. pro subs., forceἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών, βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειπί (v. l. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. adv., -ως, ἀποσυλᾶσαι βιαίως” by force P. 4.110 περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως perforce cf. Wil., S & S. 189̆{2} fr. 123. 7.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский